- δίολκος
- Πλακόστρωτος δρόμος που ένωνε τις δύο άκρες του ισθμού στην αρχαία Κορινθία. Πάνω σε αυτόν έσερναν τα πλοία οι δούλοι. Εκτιμάται ότι κατασκευάστηκε στα τέλη του 7ου ή στις αρχές του 6ου αι. π.Χ., όταν τύραννος στην Κόρινθο ήταν o Περίανδρος. Δεν είναι βέβαιο πότε έπαψε να χρησιμοποιείται ο Δ. Ανασκαφές έχουν αποκαλύψει σημαντικό τμήμα του και επέτρεψαν τον προσδιορισμό της διαδρομής του. Τα εμπορικά πλοία, όπως γνωρίζουμε σήμερα, δεν μεταφέρονταν φορτωμένα αλλά άφηναν τα εμπορεύματά τους στις Κεγχρεές ή στο Λέχαιο, ανάλογα με την κατεύθυνσή τους. Το πλάτος του δρόμου κυμαινόταν από 3,50 έως 5 μ.
* * *ο (AM δίολκος) [ολκός]ο πλακόστρωτος δρόμος κατά μήκος τού ισθμού τής Κορίνθου για να μεταφέρονται τα πλοία συρόμενα από τον Σαρωνικό στον Κορινθιακό και αντίστροφανεοελλ.κάθε μέσο μεταφοράς πλοίων από μια θάλασσα σε άλληαρχ.κλειστό στόμιο στις εκβολές τού Νείλου.
Dictionary of Greek. 2013.